Συγγραφέας: Francisco Mora
Εκδόσεις: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ιστοσελίδα του βιβλίου στον εκδοτικό οίκο: https://www.cup.gr/book/neyroekpaideysi/
To βιβλίο “νευροεκπαίδευση – μαθαίνουμε μόνο ό,τι αγαπάμε” μεταφράστηκε στην Ελληνική γλώσσα και εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης μέσα στο 2021, εν μέσω καραντίνας και τηλεκπαίδευσης και αποτελεί πόνημα του διακεκριμένου Νευροεπιστήμονα και γιατρού Francisco Mora (Φρανθίσκο Μόρα), έχοντας ήδη κάνει τρεις επιπλέον εκδόσεις μετά την αρχική (2013).
H εφαρμογή της νευροεπιστήμης σε διάφορα πεδία της καθημερινότητας έχει προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια και έτσι, το πρόθεμα “νευρο-” μπροστά στη λέξη “εκπαίδευση” είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους περισσότερους αναγνώστες παραπέμποντας στην εφαρμογή της νευροεπιστήμης στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, ο σκοπός του είναι να μας μυήσει στη “νευρο-κουλτούρα”, δηλαδή την κουλτούρα της οπτικής γωνίας που περιλαμβάνει το πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε καλύτερα έναν μαθητή, γνωρίζοντας τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου.
Παρουσίαση
Το βιβλίο αποτελείται από 22 κεφάλαια.
Ξεκινά με τον ορισμό της “νευροεκπαίδευσης”, ενώ στη συνέχεια περιγράφονται κάποια τμήματα του εγκεφάλου που έχουν σημαίνον ρόλο στη μάθηση και στον τρόπο που το παιδί αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του. Σύμφωνα με τον Francisco Mora η μάθηση επιτελείται από την πρώτη στιγμή της γέννησης μέσω της μίμησης, ενώ σημαντική θεωρεί την κοινωνική αλληλεπίδραση και την ενσυναισθητική κατανόηση από τα πρώτα βήματα, δηλαδή την ικανότητα να νιώσουμε συγκινήσεις και συναισθήματα. Οι παρεμβάσεις που υλοποιούνται από νωρίς είναι σημαντικές για την πρόληψη ανεπαρκειών που αργότερα μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην εκπαίδευση και στη διαδικασία της μάθησης. Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στις κρίσιμες περιόδους ανάπτυξης του παιδιού (τα ονομάζει εύπλαστα παράθυρα), όπου νευρωνικοί κώδικες όπως για παράδειγμα οι κώδικες για τη γλώσσα εκφράζονται δυναμικά. Η συγκίνηση κατά τη διάρκεια της μάθησης, η περιέργεια και η προσοχή είναι βασικοί πυλώνες σύμφωνα με το συγγραφέα. Το διώνυμο συγκίνηση – νόηση (νοητικές διεργασίες) είναι αδιαίρετο, ενώ όταν εξάπτεται η περιέργεια ο μαθητής μαθαίνει και απομνημονεύει καλά. Η περιέργεια είναι η αρχική σπίθα, η προσοχή όμως είναι αυτή που θα οδηγήσει το μαθητή στο να μάθει.
Ο Francisco Mora αναφέρεται εκτενώς στο τι σημαίνει μάθηση, πώς το παιχνίδι μπορεί να ενισχύσει τη μάθηση, αλλά και πώς οι γνώσεις αποθηκεύονται στη μνήμη με τη μορφή δηλωτικών (ρητών) αναμνήσεων και άδηλων (ασύνειδων) αναμνήσεων. Η αναφορά του στην ατομικότητα και την αλληλεπίδραση του ατόμου με άλλα άτομα του κοινωνικού περίγυρου τον οδηγούν να προτείνει ότι τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μάθηση που επιτελείται στο σχολείο, όχι μόνο μέσω της συσσώρευσης δηλωτικών γνώσεων αλλά και μέσω της διάπλασης της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η διαπαιδαγώγηση με αξίες για να είναι αποτελεσματική οφείλει να ξεκινά σε πρώιμη ηλικία, ενώ θεωρεί ότι η νευροεκπαίδευση μπορεί να βοηθήσει λειτουργικά σε αυτό.
Ο Francisco Mora αναφέρεται εκτενώς στο πώς μπορούμε να μαθαίνουμε καλύτερα μέσα από την επανάληψη, ενώ τα λάθη που κάνουν οι μαθητές είναι βασικός πυλώνας της διαδικασίας της μάθησης. Ο ύπνος και ο κιρκάδιος ρυθμός δημιουργούν ένα σημαντικό πλαίσιο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αν θέλουμε η μάθηση να είναι αποδοτική και αποτελεσματική. Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης σε κάποιους νευρομύθους που κυκλοφορούν και είναι διαδεδομένοι μεταξύ των εκπαιδευτικών. Παραδείγματα τέτοιων νευρομύθων είναι ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνο το 10% του εγκεφάλου του, ότι η ακρόαση μιας σονάτας ή μιας συμφωνίας του Μότσαρτ αυξάνει την ικανότητα μάθησης των παιδιών, η ιδέα ότι τα παιδιά πρέπει να διακρίνονται σε εκείνα στα οποία κυριαρχεί το δεξιό ημισφαίριο ή σε εκείνα που κυριαρχεί το αριστερό ημισφαίριο και φυσικά η ιδέα ότι τα παιδιά κατατάσσονται σε “οπτικά” παιδιά, “ακουστικά” παιδιά ή “κιναισθητικά” παιδιά, δηλαδή παιδιά που μαθαίνουν καλύτερα μέσω οπτικών, ακουστικών ή μέσω χειρονομιών και σωματικής κίνησης. Περισσότερα για τον τελευταίο νευρομύθο εδώ.
Αναφορά γίνεται επίσης και στην αρχιτεκτονική των σχολικών κτιρίων και τη σχεδίαση των αιθουσών διδασκαλίας για τη μεγιστοποίηση της μάθησης αφού η νευρο-αρχιτεκτονική, σύμφωνα με τον Francisco Mora μπορεί να πληροφορήσει για τις επιπτώσεις που έχει στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει ο εγκέφαλος ο σχεδιασμός του φυσικού χώρου μάθησης.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται με το διαδίκτυο παρουσιάζοντας τα αρνητικά και τα θετικά του στοιχεία θέτοντας ερωτήματα όπως το αν η ύπαρξη του διαδικτύου θα μας οδηγήσει σε έναν νέο τρόπο να μαθαίνουμε ή για το αν θα υπάρξει μια νέα κοινωνία που θα είναι προϊόν του εικονικού κόσμου που αποκαλούμε διαδίκτυο. Επιπλέον περιγράφονται κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από νευροαπεικονιστικές πρακτικές για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία και δυσαριθμησία, ενώ γίνεται αναφορά στο άγχος, τη ΔΕΠΥ και τον αυτισμό.
Ο Francisco Mora τέλος αναφέρεται στη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο, τι σημαίνει να είσαι άριστος πανεπιστημιακός καθηγητής, τι σημαίνει δημιουργική σκέψη και πώς αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες καθώς και τι πρέπει να κάνει ένας εκπαιδευτικός ώστε να μετουσιωθεί σε νευρο-εκπαιδευτικό, δηλαδή να γίνει ένας επαγγελματίας που παρακολουθεί τις εξελίξεις της γνωσιακής νευρο-επιστήμης και είναι δυνατόν να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των ερευνητών της λειτουργίας του εγκεφάλου και των εκπαιδευτικών μεταφέροντας στους δεύτερους τις πρόσφατες προόδους στο πεδίο των νευροεπιστημών που μπορούν να εφαρμοστούν στη διδασκαλία.
Κριτική
To βιβλίο αποτελεί μια “ζουμερή” και ενδιαφέρουσα περιήγηση στη γνωστική ψυχολογία και τις εφαρμογές της στην εκπαίδευση, επενδυμένη με τις προσδοκίες που γεννούν οι εξελίξεις στον τομέα της νευροεπιστήμης. Υπό αυτό το πρίσμα είναι για τους εκπαιδευτικούς ένα χρήσιμο βιβλίο προσφέροντάς τους μια συνοπτική εισαγωγή στην πολυπλοκότητα της διαδικασίας της μάθησης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα για να αναδείξει αυτή την πολυπλοκότητα, ενώ τα 22 διαφορετικά κεφάλαια του βιβλίου διερευνούν πολλά και σημαντικά σημεία που επηρεάζουν τη μάθηση. Επιπλέον, η γλαφυρότητα της γραφής ενισχύει την ευχαρίστηση που νιώθει ο αναγνώστης σε σημαντικό βαθμό, συνεπώς είναι ένα χρήσιμο βιβλίο για τον εκπαιδευτικό εκείνον που θέλει να αποκτήσει μια πρώτη επαφή με τη σχέση μεταξύ της γνωστικής ψυχολογίας και της μάθησης, χωρίς να πρέπει να ασχοληθεί με περιττές θεωρίες και ορολογία.
Από την άλλη, ο Francisco Mora είναι υπερ-αισιόδοξος για την ανάδυση του όρου νευρο-εκπαίδευση και σκορπίζει σε κάθε σημείο του βιβλίου την πεποίθησή του ότι η νευροεπιστήμη ήδη βοηθάει πολύ το μαχόμενο εκπαιδευτικό και στο μέλλον θα τον βοηθάει ακόμη περισσότερο. Δυστυχώς δεν μπορώ να συμμεριστώ την υπερ-αισιοδοξία του αυτή. Σε πολλά σημεία το βιβλίο αποτυγχάνει να δημιουργήσει συνδέσεις μεταξύ συμπερασμάτων της νευροεπιστήμης και της μάθησης, πέρα από τη γενικότητα της πλαστικότητας του εγκεφάλου και από το ότι κάποιες περιοχές του εγκεφάλου εμπλέκονται σε συγκεκριμένες γνωστικές διαδικασίες. Ενώ ο αναγνώστης εκπαιδευτικός περιμένει να αναδειχθεί η σημασία της νευροεπιστήμης και της αξίας της βλέποντας προτάσεις για τη βελτιστοποίηση της μάθησης, οι οποίες στηρίζονται στον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος, παρόλα αυτά οι προτάσεις του Francisco Mora αναφέρονται κάθε φορά σε ήδη υπάρχουσες και γνωστές θεωρίες που προέρχονται από τη γνωστική και την εκπαιδευτική ψυχολογία. Η αδυναμία αυτή δεν έχει να κάνει με τη δυσκολία του συγκεκριμένου συγγραφέα να βρει συνδέσεις, αλλά με το γεγονός ότι η νευροεπιστήμη λειτουργεί σε ένα επίπεδο ανάλυσης διαφορετικό από το επίπεδο της ανάλυσης που βλέπει το μαθητή ως οντότητα η οποία αλληλεπιδρά με το περιβάλλον της. Η γνώση της λειτουργίας του νευρώνα και οι χημικές διαδικασίες που συνεπάγεται η λειτουργία του είναι ένα βασικό (μικροσκοπικό) επίπεδο ανάλυσης. Όταν όμως δύο ή περισσότεροι νευρώνες συνδυάζονται για να προκαλέσουν ένα ερέθισμα, τότε το επίπεδο ανάλυσης αυτών των αλληλεπιδράσεων είναι ένα επόμενο επίπεδο ανάλυσης διαφορετικό από το προηγούμενο. Το αμέσως επόμενο επίπεδο ανάλυσης είναι οι αλληλεπιδράσεις ομάδων νευρώνων και στη συνέχεια οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ευρύτερων περιοχών του εγκεφάλου. Ακόμη και αυτό το επίπεδο ανάλυσης δεν δίνει συγκεκριμένα αποτελέσματα στον εκπαιδευτικό που θέλει να γνωρίζει πώς μαθαίνει ο μαθητής διότι ο εγκέφαλος αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του καθώς και με άλλους εγκεφάλους μέσα τη σχολική τάξη για να φτάσουμε στη μάθηση. Δηλαδή, το επίπεδο ανάλυσης της νευροεπιστήμης είναι δύσκολο να δώσει απτές και ξεκάθαρες συμβουλές για το πώς πρέπει να διδάξει ένας εκπαιδευτικός αφού τα επίπεδα ανάλυσης είναι εντελώς διαφορετικά (Willingham, 2009). Με άλλα λόγια, η γνώση της λειτουργίας των νευρωνικών κυκλωμάτων ή ο συνδυασμός τους σε περιοχές του εγκεφάλου δεν μπορεί να πληροφορήσει απευθείας τον εκπαιδευτικό για το τι ακριβώς πρέπει να κάνει ώστε να μάθει καλύτερα ένας μαθητής. Αυτός είναι και ο λόγος που η συντριπτική πλειοψηφία των συμπερασμάτων στα οποία φτάνει ο Francisco Mora είναι ήδη γνωστά μέσα από την έρευνα στο πλαίσιο της γνωστικής και της εκπαιδευτικής ψυχολογίας.
Αυτό δε σημαίνει ότι η νευροεπιστήμη δεν μπορεί να πληροφορήσει για κάποιες εγκεφαλικές διαδικασίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της μάθησης ή για κάποιες δυσλειτουργίες που υφίστανται στον εγκέφαλο στις περιπτώσεις μαθησιακών δυσκολιών επαληθεύοντας κάποιες θεωρίες που ήδη υπάρχουν, αλλά προς το παρόν η ικανότητα της νευροεπιστήμης να δώσει απαντήσεις για το ποια νευρωνικά κυκλώματα πρέπει να ενεργοποιηθούν ώστε να μεγιστοποιηθεί η ικανότητα μάθησης ενός μαθητή που αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του είναι αρκετά περιορισμένη.
Ένας άλλος τρόπος για να συνειδητοποιήσουμε αν τα συμπεράσματα της νευροεπιστήμης ενδιαφέρουν το μαχόμενο εκπαιδευτικό είναι να παρομοιάσουμε την περίπτωση αυτή με το μικροσκοπικό και μακροσκοπικό επίπεδο ανάλυσης που ακολουθούμε στη μελέτη των φυσικών φαινομένων.
Για παράδειγμα, η δύναμη της τριβής είναι μια δύναμη της οποίας την επίπτωση στην κίνηση ενός σώματος μπορούμε να τη μετρήσουμε με τη βοήθεια μακροσκοπικών πειραμάτων. Επίσης, γνωρίζουμε μέσω αυτών των πειραμάτων πώς επηρεάζεται η τιμή της εάν τοποθετήσουμε ένα στρώμα λιπαντικού. Δε χρειάζεται να γνωρίζουμε τη μικροσκοπική περιγραφή της τριβής (δηλαδή ποιες μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις τη δημιουργούν) για τη μελέτη της κίνησης του σώματος. Προφανώς μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε και μικροσκοπικά για ποιο λόγο υπάρχει η δύναμη της τριβής. Η γνώση όμως αυτή δεν επηρεάζει τη μελέτη της κίνησης του σώματος με τη βοήθεια των μακροσκοπικών μας πειραμάτων. Με άλλα λόγια, η γνώση της λειτουργίας του εγκεφάλου (μικροσκοπική μελέτη) πιθανότατα να προσφέρει λίγα πράγματα στην εκπαίδευση του μαθητή (μακροσκοπική μελέτη).
Τα παραπάνω δε μειώνουν την αξία του βιβλίου του Francisco Mora, αλλά ο εκπαιδευτικός που θα αγοράσει το βιβλίο ας μην έχει προσδοκίες που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση μεταξύ της λειτουργίας του εγκεφάλου και της μάθησης, οι οποίες είναι πιθανό να εγείρονται βλέποντας τον τίτλο του βιβλίου. Ναι μεν όλα προέρχονται από τον εγκέφαλο, αλλά η σύνδεση των περιοχών του εγκεφάλου με τη μάθηση ελάχιστα έχει να προσφέρει στον εκπαιδευτικό της τάξης, τουλάχιστον μέχρι τη χρονική στιγμή που θα αποκωδικοποιηθεί πλήρως η λειτουργία του εγκεφάλου για να αποκτήσουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε σε επίπεδο νευρώνων με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενισχύουμε αποτελεσματικά τη μάθηση. Αυτή όμως η εποχή ίσως είναι ακόμη στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας ή αν θέλετε προσδοκίας!
Βιβλιογραφικές αναφορές
Willingham, D. T. (2009). Three problems in the marriage of neuroscience and education. Cortex, 45(4), 544–545. https://doi.org/10.1016/j.cortex.2008.05.009
Παράθεση: Παρουσίαση – Κριτική δύο βιβλίων για την εκπαίδευση – Υλικό Φυσικής – Χημείας