Η μάθηση είναι δύσκολη υπόθεση, δε χωράει αμφιβολία. Ο μετασχηματισμός της γνώσης από ένα μικρό σπιτάκι σε μια πόλη – πρωτεύουσα απαιτεί σχεδιασμό, και κόπο, πολύ κόπο. Απαιτεί χτίσιμο, γκρέμισμα και ξανά χτίσιμο σε πολλά σημεία, απαιτεί τη δημιουργία λεωφόρων γνώσης, την ανάπτυξη πινακίδων για τη σωστή κατεύθυνση που θα κινείται η γνώση. Απαιτεί τέλος, πολύ χρόνο για να φτάσει κανείς να δημιουργήσει μια λειτουργική “οντότητα” που θα επιλύει συγκεκριμένα προβλήματα με ιδιαίτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Η διαδρομή για το χτίσιμο αυτής της πόλης – πρωτεύουσα, ξεκινώντας από ένα μικρό σπιτάκι γνώσης που αρχικά είναι φτιαγμένο με πλίθρες, είναι η διαδρομή της μετάβασης από τον αρχάριο στον έμπειρο μαθητή και είναι μια διαδικασία που δεν ενδιαφέρεται αν ο μαθητής είναι κάποιας ηλικίας ή ξεκινάει το σχολείο μόλις τώρα. Με άλλα λόγια, αν κάποιος θέλει να μάθει κάτι (π.χ. να παίζει ένα μουσικό όργανο) και δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτό, τότε είτε 50άρης είναι είτε 5 χρονών η διαδικασία είναι το ίδιο επίπονη, το ίδιο χρονοβόρα και ζόρικη!
Ο λόγος που γράφτηκε το άρθρο αυτό είναι για το ξεκαθάρισμα της «απόστασης» μεταξύ του έμπειρου και του αρχάριου μαθητή. Τι είναι αυτό που χωρίζει τον έμπειρο (ή εμπειρογνώμων) από τον αρχάριο μαθητή; Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τον τρόπο οργάνωσης της σκέψης δύο τέτοιων αντίστοιχων μαθητών; Πώς ο τρόπος οργάνωσης της σκέψης των αρχάριων και των έμπειρων μαθητών σε ένα συγκεκριμένο τομέα (π.χ. στη φυσική ή στη λογοτεχνία) μπορεί να μας πληροφορήσει για τον τρόπο διδασκαλίας μας στον τομέα αυτό;
Στο 1ο μέρος του άρθρου θα αναφερθώ στις διαφορές του τρόπου σκέψης των αρχάριων και των έμπειρων μαθητών. Παρόλο που υπάρχουν πολλά πεδία γνώσης, μας ενδιαφέρουν κυρίως οι γνώσεις που χτίζει ο μαθητής κατά τη διάρκεια της σχολικής του καριέρας, για παράδειγμα, η γνώση που χτίζει όταν ξεκινά να μαθαίνει μια συγκεκριμένη ενότητα ενός σχολικού μαθήματος.
Aν κάποιος θέλει να μάθει κάτι (π.χ. να παίζει ένα μουσικό όργανο) και δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτό, τότε είτε 50άρης είναι είτε 5 χρονών η διαδικασία είναι το ίδιο επίπονη, το ίδιο χρονοβόρα και ζόρικη!
Η ανάγκη της κατάταξης στο φάσμα από τον αρχάριο στον έμπειρο
Πολλοί δάσκαλοι – καθηγητές κατατάσσουν τους μαθητές τους σε καλούς, μέτριους και κακούς. Αντίθετα, ίσως είναι καλύτερα να τους χωρίζουμε σε αρχάριους, κάπως έμπειρους και έμπειρους μαθητές, προσδίνοντάς τους έτσι μια προοπτική βελτίωσης αφού δεν έχουν φτάσει ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο γνώσεων. Παρόλο που μαίνεται η μάχη μεταξύ των δύο αντίθετων απόψεων για το αν ο καλός μαθητής γεννιέται με τα γονίδια εξυπνάδας που απαιτούνται ή χτίζει την εξυπνάδα του μέσα από τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, η διαδικασία της μετάβασης από την κατάσταση του αρχάριου στην κατάσταση του έμπειρου μαθητή είναι επιβεβλημένη σε κάθε περίπτωση, αφού κανένας δε γεννήθηκε εμπειρογνώμων σε κάποιον τομέα. Πόσο μάλλον σε θέματα που άπτονται γνώσεων οι οποίες δεν μαθαίνονται μέσα από την απλή έκθεση σε εμπειρίες, όπως ίσως όταν μαθαίνουμε να κάνουμε ποδήλατο, αλλά χρειάζονται προσπάθεια (μελέτη) ώστε να ενσωματωθούν αποτελεσματικά και αποδοτικά στη Μακρά μας Μνήμη. Τοποθετώντας λοιπόν ένα μαθητή σε κάποιο σημείο του φάσματος μεταξύ του αρχάριου και του έμπειρου αυτόματα σκεφτόμαστε ότι η βελτίωσή του είναι εφικτή και προσπαθούμε για αυτή!
Αν κάποιος είναι έμπειρος σε έναν τομέα, είναι έμπειρος παντού;
Η εμπειρoγνωσία (expertise) σε έναν τομέα δεν αποτελεί εχέγγυο της εμπειρογνωσίας σε κάποιον άλλο τομέα. Για παράδειγμα, ο μαθητής που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό βαθμό εμπειρογνωσίας στα Μαθηματικά δεν είναι αυτόματα εμπειρογνώμων και σε οποιοδήποτε άλλο μάθημα ή γενικότερα σε κάποιον άλλο τομέα. Προφανώς ένας τέτοιος μαθητής διευκολύνεται στη μελέτη της Φυσικής αφού τα Μαθηματικά χρησιμοποιούνται κατά κόρον στη Φυσική. Παρόλα αυτά, πρέπει να μελετήσει διεξοδικά τη Φυσική, να μάθει τις βασικές της γνώσεις, να κατανοήσει τις νόρμες της, τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι αρχές της, ώστε να φτάσει σε έναν ικανοποιητικό βαθμό εμπειρογνωσίας και στο μάθημα της Φυσικής. Φυσικά, όταν οι δύο τομείς γνώσης είναι απομακρυσμένοι και υπάρχουν ελάχιστες συνδέσεις μεταξύ τους η μεταφορά της εμπειρίας από τον έναν τομέα στον άλλον είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη! Για παράδειγμα, ένας έμπειρος πυρηνικός φυσικός, είναι απίθανο να είναι ταυτόχρονα και ένας έμπειρος μηχανικός αυτοκινήτων αν δεν έχει αφιερώσει πολλές ώρες ενασχόλησης (διάβασμα και πρακτική εφαρμογή) στην επισκευή αυτοκινήτων. Το ίδιο ισχύει και για ένα μαθητή που διαπρέπει σε ένα τομέα (π.χ. στα Μαθηματικά). Ο μαθητής αυτός πρέπει να αφιερώσει χρόνο και μελέτη στα φιλολογικά μαθήματα για να φτάσει να διαπρέπει και σε αυτά.
Μερικοί άνθρωποι βλέπουν έναν μαθητή που έχει εξαιρετική απόδοση σε κάποιο μάθημα και θεωρούν ότι ο μαθητής αυτός είναι προικισμένος από τη φύση. Βλέποντας όμως μόνο την τελική κατάσταση του μαθητή αγνοούν την πορεία του και το χρόνο που αυτός διέθεσε στο χτίσιμο αυτής της εμπειρίας. Κανείς δε γεννήθηκε έμπειρος, αυτό ας το έχουμε υπόψη!
Το εύλογο ερώτημα και η σύντομη απάντησή του.
Και εδώ εγείρεται ένα εύλογο ερώτημα. Ποια είναι τα δομικά εκείνα στοιχεία που διαφοροποιούν τους αρχάριους μαθητές από τους έμπειρους σε ένα τομέα; Μια σύντομη απάντηση είναι η εξής:
Οι έμπειροι μαθητές γνωρίζουν περισσότερα από τους αρχάριους, οι γνώσεις τους είναι οργανωμένες με τέτοιο τρόπο που αντανακλά μια βαθιά γνώση του αντικειμένου, ενώ έχουν πολύ πιο αποδοτικές και αποτελεσματικές στρατηγικές πρόσβασης των γνώσεων αυτών από τους αρχάριους μαθητές.
Ας αναλύσουμε λίγο περισσότερο τα παραπάνω…
Η ιδιαίτερη σημασία της διασύνδεσης των γνώσεων και η ποιότητα της διασύνδεσης αυτής.
Η οργάνωση των γνώσεων είναι σημαντική για την ανάκλησή τους. Η ισχυρή διασύνδεση των γνώσεων με πολλαπλούς τρόπους έχει ως αποτέλεσμα την πρόσβαση στις γνώσεις αυτές μέσω πολλών οδών κάτι που ενισχύει την αποτελεσματικότητα στην ανάκλησή τους.
Για παράδειγμα, ένας μαθητής που μαθαίνει Ελληνική Ιστορία μπορεί να φτάσει να ανακαλέσει τα γεγονότα που συνέβησαν σε μια ιστορική περίοδο με τη βοήθεια άλλων ιστορικών γεγονότων που αναφέρονται σε παρακείμενες ιστορικές περιόδους ή σε γεγονότα που αναφέρονται στην ίδια ιστορική περίοδο που συνέβησαν σε ευρύτερα γεωγραφικά πλαίσια.
Δεν είναι όμως μόνο η διασύνδεση των γνώσεων αυτών που είναι σημαντική αλλά και η “ποιότητα” της διασύνδεσης αυτής. Οι αρχάριοι μαθητές τείνουν να στοχεύουν στα επιφανειακά χαρακτηριστικά ενός προβλήματος που αντιμετωπίζουν, ενώ οι έμπειροι μαθητές προσέχουν τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του. Σε μια μελέτη της Michelene Chi και των συναδέλφων της (1989) δόθηκαν 24 προβλήματα μηχανικής σε αρχάριους και έμπειρους στη Φυσική φοιτητές με την οδηγία να τα χωρίσουν σε κατηγορίες. Οι αρχάριοι κατηγοριοποίησαν τα προβλήματα με βάση τα επιφανειακά χαρακτηριστικά των προβλημάτων αυτών (π.χ. προβλήματα με ελατήρια, προβλήματα με κεκλιμένα επίπεδα κ.ο.κ.). Αντίθετα, οι έμπειροι στη φυσική φοιτητές κατηγοριοποίησαν τα προβλήματα με βάση τους νόμους και τις αρχές της Φυσικής που απαιτούνται για τη λύση των προβλημάτων αυτών, κάτι που σημαίνει ποιοτικότερη διασύνδεση των γνώσεών τους. Μια κοινή πρακτική για τους αρχάριους μαθητές όταν ξεκινούν να λύνουν ένα πρόβλημα φυσικής είναι να ψάχνουν να βρουν έναν τύπο που να περιέχει το μέγεθος που ζητούν να βρουν. Αντίθετα, ο έμπειρος μαθητής αφιερώνει πάντοτε χρόνο για να κατανοήσει τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του προβλήματος.
Η ισχυρή διασύνδεση των γνώσεων με πολλαπλούς τρόπους έχει ως αποτέλεσμα την πρόσβαση στις γνώσεις αυτές μέσω πολλών οδών κάτι που ενισχύει την αποτελεσματικότητα στην ανάκλησή τους.
Μοτίβα, νοητικά σχήματα και αυτοματοποιημένες διαδικασίες
Ο έμπειρος μαθητής μπορεί να αντιλαμβάνεται κοινά μοτίβα που εμφανίζονται σε διαφορετικές ενότητες ενός συγκεκριμένου μαθήματος. Για παράδειγμα, η κίνηση του νερού ενός ποταμού συνδυάζεται σχεδόν αυτόματα με την κίνηση του αέρα γύρω από τις πτέρυγες ενός αεροπλάνου. Με άλλα λόγια ο έμπειρος μαθητής έχει αναπτύξει ένα γενικότερο νοητικό σχήμα κατάλληλο να ερμηνεύει τις παραπάνω κινήσεις με παρόμοιο τρόπο. Το νοητικό αυτό σχήμα του δίνει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται δεδομένα με διαφορετικά επιφανειακά χαρακτηριστικά που όμως έχουν βαθύτερα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία ο αρχάριος δεν τα υποψιάζεται.
Η ποσότητα των γνώσεων του έμπειρου μαθητή και ο τρόπος οργάνωσής τους δημιουργεί τη δυνατότητα ύπαρξης αυτοματοποιημένων γνώσεων και την μεγάλη ευχέρεια ανάκλησής τους. Η ευχέρεια ανάκλησης διευκολύνει τη μνήμη να συνδυάζει, να ενοποιεί και να εφαρμόζει τις γνώσεις αυτές για τη λύση ενός προβλήματος κάτι που στον αρχάριο μαθητή είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί αφού η περιορισμένη δυνατότητα της μνήμης εργασίας δεν επιτρέπει τις εργασίες αυτές. Επειδή η Μνήμη Εργασίας (δηλαδή η μνήμη που χειρίζεται τη λύση ενός προβλήματος) είναι περιορισμένη σε χωρητικότητα και χρονική διάρκεια συγκράτησης δεδομένων, ο αρχάριος μαθητής δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα σε συνδυασμούς γνώσεων αφού δε διαθέτει μεγάλο ρεπερτόριο αυτοματοποιημένων γνώσεων. Ο αρχάριος μαθητής πρέπει πρώτα να επιλύσει το πώς θα χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη γνώση (η οποία στον έμπειρο μαθητή είναι ήδη αυτοματοποιημένη) και μετά να προχωρήσει σε ανώτερου επιπέδου νοητικές διαδικασίες όπως είναι ο συνδυασμός, η ενοποίηση, η εφαρμογή, η μεταφορά σε παρεμφερές πεδίο κ.ο.κ.). Για παράδειγμα, στο μάθημα της Φυσικής, η εφαρμογή του 2ου νόμου του Νεύτωνα σε κεκλιμένο επίπεδο απαιτεί την ανάλυση των δυνάμεων σε δύο συνιστώσες η μία εκ των οποίων βρίσκεται στη διεύθυνση της κίνησης. Οι αρχάριοι μαθητές δυσκολεύονται στην ανάλυση αυτή καθώς δεν είναι αυτοματοποιημένη. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως καταστροφικό για την επίλυση του προβλήματος. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι μαθητές που δεν έχουν μάθει να αποκωδικοποιούν με ευχέρεια τις διάφορες λέξεις που συναντούν σε μια πρόταση ενός κειμένου που διαβάζουν, οπότε δεν μπορούν να αφιερώσουν την προσοχή τους (να αφιερώσουν δηλαδή πόρους της Μνήμης Εργασίας τους) στην κατανόηση αυτών που διαβάζουν.
Αποτελεσματική και αποδοτική γνώση
Η ευρεία γνώση του αντικειμένου και ο τρόπος οργάνωσης της γνώσης αυτής δίνει τη δυνατότητα στον έμπειρο μαθητή να αντιλαμβάνεται πιο εύκολα τις συνθήκες ενός προβλήματος που έχει να λύσει. Έτσι ο έμπειρος μαθητής ανακαλεί μόνο την απαιτούμενη γνώση που είναι σχετική με το αντίστοιχο πρόβλημα και τις συνθήκες του. Για παράδειγμα, ο έμπειρος μαθητής γνωρίζει όχι μόνο τον μαθηματικό τύπο εύρεσης ενός μεγέθους αλλά γνωρίζει και πότε πρέπει να τον εφαρμόσει, πώς πρέπει να τον εφαρμόσει και γιατί πρέπει να τον εφαρμόσει, ενώ ο αρχάριος μαθητής γνωρίζει συνήθως μόνο το μαθηματικό τύπο χωρίς τις άλλες παρελκόμενες γνώσεις.
Σύνοψη
Συνοψίζοντας μπορούμε να αναφέρουμε 4 βασικές παραμέτρους στις οποίες οι έμπειροι μαθητές διαφέρουν από τους αρχάριους, όπως τις καταγράφει ο Bransford και συνεργάτες (2000).
1) Οι έμπειροι μαθητές αντιλαμβάνονται χαρακτηριστικά και μοτίβα που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αρχάριοι μαθητές.
2) Οι έμπειροι μαθητές έχουν αποκτήσει ένα μεγάλο ρεπερτόριο γνώσεων στον τομέα στον οποίο έχουν εντρυφήσει που είναι οργανωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να αντικατοπτρίζουν μια βαθιά κατανόηση του συγκεκριμένου αντικειμένου.
3) Οι γνώσεις των έμπειρων μαθητών δεν είναι μια απλή λίστα απομονωμένων πληροφοριών (όπως συμβαίνει συνήθως στους αρχάριους μαθητές), αλλά περιλαμβάνουν και τις συνθήκες εφαρμογής των γνώσεων αυτών.
4) Οι έμπειροι μαθητές μπορούν ευέλικτα να ανακαλέσουν σημαντικά σημεία των γνώσεων που διαθέτουν με ελάχιστο κόπο προσήλωσης.
Βλέπουμε δηλαδή ότι η μετάβαση από τον αρχάριο στον έμπειρο μαθητή προϋποθέτει δύο πολύ σημαντικά βήματα (τα οποία φυσικά μπορούν να γίνονται ταυτόχρονα):
α) την απόκτηση ενός μεγάλου ρεπερτορίου αυτοματοποιημένων γνώσεων που να τις εφαρμόζει αποτελεσματικά και αποδοτικά (γνωρίζοντας δηλαδή τις συνθήκες εφαρμογής των γνώσεων αυτών),
β) την ανάπτυξη νοητικών σχημάτων που του δίνουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζει μοτίβα τα οποία στηρίζονται στα βαθύτερα χαρακτηριστικά των προβλημάτων που έχει να λύσει.
Τα δύο αυτά βήματα δεν αναπτύσσονται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλουν χρόνο, προσπάθεια και σίγουρα σωστή καθοδήγηση τουλάχιστον στα αρχικά στάδια αυτής της διαδικασίας.
Στο 2ο τμήμα του άρθρου θα αναφερθώ σε μερικές καλές διδακτικές πρακτικές από τη μεριά των δασκάλων-καθηγητών που μπορούν να βοηθήσουν τον αρχάριο μαθητή στην πορεία του προς την εμπειρογνωσία.
Βιβλιογραφία
- Bransford, J.D., Brown, A.L. & Cocking, R.R., 2000. How People Learn: Brain, Mind, Experience, and School.
- Chi, M. et al., 1989. Self-explanations: How students study and use examples in learning to solve problems. Cognitive science.
Παράθεση: Αρχάριοι και έμπειροι μαθητές (Ι) | Υλικό Φυσικής - Χημείας