Ο θείος μου που μένει στο χωριό αγαπάει το αμπέλι και το κρασί. Το αμπέλι που έχει το άφησε κληρονομιά ο πατέρας του, πολλών χρόνων κλήματα δηλαδή, ρωμαλέα και ντόπια. Ο θείος μου έμαθε να φτιάχνει κρασί από τον πατέρα του και συνέχισε και ο ίδιος να το φτιάχνει με τον ίδιο τρόπο. Ο ίδιος θεωρούσε το κρασί του εξαιρετικό και μόνο όσα άλλα έμοιαζαν γευστικά με το δικό του τα θεωρούσε πολύ καλά κρασιά. Όταν μπήκα στο χώρο της οινοποιίας η άποψη του θείου μου για το κρασί που εγώ έφτιαχνα ήταν αρνητική. Μου έλεγε: «Ποιος θα πιει το βαρύ κρασί που φτιάχνεις;» Προσπαθούσα τότε να διαβάσω διάφορα επιστημονικά ζητήματα και να προσαρμόσω στις εμπειρίες μου τα συμπεράσματα που η επιστήμη της οινοποιίας θεωρούσε σημαντικά. Σίγουρα δεν τα κατάφερνα πάντοτε διότι μου έλειπε (και ακόμα μου λείπει) η αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή. Όμως προσπαθούσα όσο μου ήταν δυνατό να παντρέψω μια παραδοσιακή διαδικασία με επιστημονικές απόψεις και συμπεράσματα που στόχο είχαν τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος που παρήγαγα.
Ο θείος μου βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην εμπειρία του και έφτιαχνε συχνά ένα αποδεκτό κρασί που άρεσε σε πολλούς συγχωριανούς του, οι οποίοι έφτιαχναν και αυτοί ένα παρόμοιο κρασί. Φυσικά είχε και πολλές αποτυχίες, ενώ όταν έφτανε το καλοκαίρι το κρασί του πλησίαζε στο ξύδι. Συνήθως όμως ξεχνούσε αυτές τις αποτυχίες ή αν τις θυμότανε έριχνε το φταίξιμο στον κακό καιρό, στο κακό μάτι ή γενικότερα στην ατυχία.
Τα παραπάνω δεν πρέπει να είναι άγνωστα σε οποιονδήποτε διαβάζει τούτο το άρθρο. Όλοι μας γνωρίζουμε ανθρώπους, κοντινούς ή μακρινούς, που θεωρούν τον εαυτό τους αυθεντία σε ένα συγκεκριμένο θέμα διότι έχουν πολλές, καθημερινές εμπειρίες σε αυτό.
Ειδικότερα στην εκπαίδευση η εμπειρία θεωρείται συνήθως προσόν. Σε μια πρόσφατη επισκόπηση της έρευνας για την αποτελεσματικότητα των έμπειρων δασκάλων στην Αμερική βρέθηκε θετική συσχέτιση της εμπειρίας των καθηγητών – δασκάλων και των επιτυχιών των μαθητών τους. Μάλιστα η αύξηση της αποτελεσματικότητας που έχει σχέση με την εμπειρία των δασκάλων – καθηγητών είναι πιο έντονη στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους και συνεχίζει να αυξάνεται, με μικρότερο όμως ρυθμό, και στη δεύτερη, ακόμα και στην τρίτη δεκαετία της καριέρας τους.
Στην Ελλάδα, οι καθηγητές που το 2014 απασχολούνταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχαν μέσο όρο ηλικίας 49,2 χρόνια και από το 2014 έως το 2018 μάλλον δεν έχουν καλυτερεύσει τα πράγματα. Εικάζω λοιπόν ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί θεωρούνται αρκετά έμπειροι. Όμως, παρόλο που πολλοί Έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν αρκετά χρόνια εμπειρίας, στην πλειονότητά τους οι απόψεις τους για το πώς μαθαίνει ο μαθητής και το πώς πρέπει να διδάσκουν το μάθημα ώστε οι μαθητές να μαθαίνουν πιο αποδοτικά και πιο αποτελεσματικά βασίζεται κυρίως στη διαίσθησή τους. Την εποχή που οι περισσότεροι από τους πενηντάρηδες σήμερα καθηγητές τελείωναν το πανεπιστήμιο, παιδαγωγικά μαθήματα δεν υπήρχαν στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων (ειδικά στις σχολές των θετικών επιστημών). Με άλλα λόγια δεν έμαθαν ποτέ τι ακριβώς λέει η ψυχολογία της μάθησης, ενώ και στη μετέπειτα εκπαιδευτική τους καριέρα οι ευκαιρίες «επίσημης» επιμόρφωσης ήταν ασήμαντες. Δεν είναι φυσιολογικό λοιπόν να έχουν υιοθετήσει απόψεις που στηρίζονται στη διαίσθησή τους με βάση τις πρότερες εμπειρίες τους; Και θα μου πείτε είναι τόσο κακό αυτό; Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα η διαίσθησή τους να επαληθεύει αυτά που αναφέρει η ψυχολογία της μάθησης; Φυσικά και κάτι τέτοιο είναι δυνατό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα συμπεράσματα της ψυχολογίας έρχονται σε αντίθεση με τη διαίσθησή μας. Για παράδειγμα, πολλοί καθηγητές και δάσκαλοι πιστεύουν διαισθητικά ότι οι μαθητές πρέπει να διαβάζουν πολλές ώρες συνεχόμενα ένα μάθημα ώστε να το εξαντλήσουν μια και καλή, πριν προχωρήσουν στο επόμενο. Όμως, η ψυχολογία της μάθησης έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή ο μαθητής πρέπει να διαβάζει ένα μάθημα πολλές φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, από λίγο κάθε μέρα.
…σε πολλές περιπτώσεις τα συμπεράσματα της ψυχολογίας έρχονται σε αντίθεση με τη διαίσθησή μας.
Το ότι πολλά συμπεράσματα της ψυχολογίας της μάθησης έρχονται σε αντίθεση με τη διαίσθησή μας για το πώς μαθαίνει καλύτερα ένας μαθητής δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Η γνωστική προκατάληψη της επιβεβαίωσης καθώς και η ψυχολογική κατάσταση της γνωστικής ασυμφωνίας επηρεάζουν πολλές φορές έντονα τη δυνατότητά μας να υπερβούμε τις εμπειρίες μας και να υιοθετήσουμε πρακτικές για τις οποίες μας πληροφορεί η ψυχολογία της μάθησης και η πρόσφατη έρευνα πάνω σε αυτή.
Η γνωστική προκατάληψη της επιβεβαίωσης (confirmation bias) επηρεάζει κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από τη νοημοσύνη του, και αναφέρεται στην τάση μας να ψάχνουμε πληροφορίες ή να ανακαλούμε γεγονότα που επαληθεύουν τις απόψεις μας, ενώ αγνοούμε οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με αυτές χωρίς συνήθως να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην αλήθεια. Αυτή η προκατάληψη είναι η αιτία που συνήθως διαβάζουμε μόνο τις εφημερίδες οι οποίες επιβεβαιώνουν τις απόψεις μας! Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης κάνει τους ανθρώπους να ερμηνεύουν τις εμπειρίες τους με βάση τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις και προκαταλήψεις τους, ενώ είναι πιο εύκολο να ανακαλούν εμπειρίες που επιβεβαιώνουν τις απόψεις τους. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στο Θεό, αποδίδει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του σε Αυτόν, ένας άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στον κομμουνισμό ερμηνεύει οποιαδήποτε εργοδοτική πράξη ως εχθρική προς τον εργαζόμενο, ενώ ένας άνθρωπος που πιστεύει βαθιά σε διάφορες συνωμοσίες ερμηνεύει κάθε κυβερνητική ενέργεια ως συνωμοσία για την εξάλειψη του έθνους!! Δυστυχώς, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την προκατάληψη αυτή, ακόμη και αν γνωρίζει την ύπαρξή της (όπως συμβαίνει από εδώ και στο εξής και με εσάς, τους αναγνώστες του άρθρου αυτού). Ένας τρόπος μερικής προστασίας είναι να προσπαθεί κάποιος να κατανοήσει τις αντίθετες από τις δικές του απόψεις, εκθέτοντας τον εαυτό του σε αυτές.
Η κατάσταση της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance) είναι μια ψυχολογική κατάσταση δυσφορίας που νιώθουμε όταν βιώνουμε δύο γνωστικές καταστάσεις (π.χ. δύο σκέψεις) οι οποίες είναι ασύμφωνες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, οι καπνιστές που γνωρίζουν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο βρίσκονται σε κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας. Η κατάσταση αυτή είναι πιο έντονη όταν βιώνουμε μια πράξη που έρχεται σε αντίθεση με κάποια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση – άποψη, όπως για παράδειγμα, όταν μια γυναίκα που είναι βαθιά πεπεισμένη ότι οι αμβλώσεις είναι ηθικά κατακριτέες αναγκάζεται από τις περιστάσεις να κάνει άμβλωση. Σύμφωνα με τη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, η ψυχολογική δυσφορία παρακινεί τον άνθρωπο να επιλύσει την ασυμφωνία που βιώνει εκτελώντας μια από τις επόμενες ενέργειες: i) Nα αλλάξει την πεποίθηση, άποψη ή στάση που ήδη έχει διαμορφώσει, ii) Nα αποκλείσει την πιθανότητα να ξανασυμβεί στο μέλλον η πράξη που έρχεται σε αντίθεση με τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση – άποψη, και iii) Να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει/θυμάται/αντιλαμβάνεται την πράξη που έρχεται σε αντίθεση με τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση – άποψη, αιτιολογώντας με αυτό τον τρόπο την πράξη αυτή (Hall, 1998). Η τελευταία περίπτωση είναι και η πιο συχνή περίπτωση επίλυσης της γνωστικής ασυμφωνίας. Για παράδειγμα, ένας καπνιστής μπορεί να θεωρήσει ότι η επιστήμη δεν έχει καταλήξει ακόμη σε σίγουρα συμπεράσματα για το αν το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο και έτσι να συνεχίζει να καπνίζει, έχοντας με αυτό τον τρόπο επιλύσει τη γνωστική ασυμφωνία που τον ταλάνιζε.
Ας επανέλθουμε όμως στο πώς η γνωστική προκατάληψη της επιβεβαίωσης και η ψυχολογική κατάσταση της γνωστικής ασυμφωνίας επηρεάζουν τη δυνατότητά μας να υπερβούμε τις εμπειρίες μας στην εκπαιδευτική μας πρακτική.
Ας υποθέσουμε ότι εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας σε καθηγητές που προετοιμάζουν μαθητές για τις πανελλήνιες εξετάσεις, μια δύσκολη διαδικασία και για το μαθητή αλλά και για τον καθηγητή. Ο καθένας από εμάς που προετοιμάζει τους μαθητές για τις πανελλήνιες εξετάσεις θέλει να πιστεύει ότι είναι ένας πολύ καλός καθηγητής στον τομέα του. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι μας έχουμε τις αποτυχίες μας. Η γνωστική προκατάληψη της επιβεβαίωσης όμως εξαφανίζει από το μυαλό μας τις αποτυχίες μας, φέρνοντας στο νου πολύ πιο έντονα τις επιτυχίες μας. Δηλαδή, λειτουργεί ως ένα κύκλωμα προστασίας του Εγώ, παραδίδοντας στη λήθη τις αποτυχίες που είχαμε παλαιότερα. Επιπλέον, κάποιοι μαθητές μας μπορεί να πέτυχαν το στόχο τους (να περάσουν δηλαδή στη σχολή που ήθελαν), αλλά όχι γιατί έγραψαν πολύ καλά στο μάθημα που εμείς διδάσκαμε. Και πάλι η προκατάληψη της επιβεβαίωσης θα τείνει να εξαλείψει αυτή τη … λεπτομέρεια κατατάσσοντας το μαθητή αυτό στις επιτυχίες μας. Για τους παραπάνω λόγους οι στατιστικές αυτού του είδους που κρατά ο εγκέφαλός μας (έχω πολλές επιτυχίες, έχω λίγες αποτυχίες) είναι συνήθως παραπλανητικές.
Η στατιστική που κρατά ο εγκέφαλός μας για τις επιτυχίες ή της αποτυχίες μας είναι παραπλανητική
Αλλά, ακόμη και στη φάση που βιώνουμε την αποτυχία (δεν έγραψε καλά ο μαθητής), δεν είναι σίγουρο ότι θα μεταβάλλουμε την άποψή μας για το πώς πρέπει να κάνουμε το μάθημα στο μέλλον. Πώς είναι δυνατόν ένας πολύ καλός καθηγητής να έχει μια τέτοια αποτυχία; Η βαθιά μας πεποίθηση ότι είμαστε εξαιρετικοί καθηγητές έρχεται σε αντίθεση με την αποτυχία του μαθητή που είχαμε, οπότε βρισκόμαστε στην ψυχολογική κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας. Μαντέψτε λοιπόν τι ακριβώς μεταβάλλουμε για να επιλύσουμε αυτή την ασυμφωνία… Δεν είναι καθόλου εύκολο να στραφεί κάποιος εναντίον του εαυτού του και της δουλειάς που έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια, άλλωστε κανείς δεν θέλει να απειλείται η επαγγελματική του υπόσταση. Για το λόγο αυτό, αιτιολογούμε την αποτυχία βρίσκοντας πολύ εύκολα άλλες αιτίες για αυτήν: ο μαθητής δεν διάβαζε, ο μαθητής δεν είχε τα γονίδια της εξυπνάδας, το περιβάλλον του μαθητή δεν τον βοηθούσε, οι γονείς του ήταν τρελοί, οι άλλοι καθηγητές του τού έβαζαν εμπόδια, στο σχολείο ή στο φροντιστήριο είχε άσχετους καθηγητές κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό επιλύουμε τη γνωστική ασυμφωνία χωρίς να μεταβάλλουμε την πεποίθησή μας ότι είμαστε εξαιρετικοί καθηγητές. Καλό δεν είναι;
(Τα παραδείγματα της γνωστικής ασυμφωνίας και της επίλυσής της είναι πολλά. Ένα άλλο παράδειγμα προέρχεται από την πολιτική. Ψηφίζουμε ένα κόμμα το οποίο υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια και στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι τα έργα του διαφέρουν πολύ από τις προεκλογικές υποσχέσεις και γενικότερα από το τι πιστεύαμε για αυτό. Από τη μια θεωρούμε τον εαυτό μας εξοπλισμένο με κριτική σκέψη και από την άλλη το κόμμα που ψηφίσαμε κυβερνά με αντίθετο τρόπο από τα πιστεύω μας. Βρισκόμαστε σε κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας. Πώς την επιλύουμε; Τουλάχιστον αρχικά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν θεωρούμε ότι κάναμε λάθος, αλλά αιτιολογούμε την απόφαση του κόμματος να μην ακολουθήσει αυτά που είχε πει προσπαθώντας να βρούμε διάφορες αίολες εξηγήσεις, οι οποίες συνεπικουρούμενες και από την προκατάληψη της επιβεβαίωσης φαντάζουν λογικές. Τελικά καταλήγουμε να ξαναψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, παρόλο που οι λόγοι για τους οποίους το ψηφίσαμε αρχικά δεν εκπληρώθηκαν ποτέ…).
Και τι προτείνεις;
Το άρθρο αυτό σε καμία περίπτωση δεν γράφτηκε για ρίξει κάποια ευθύνη στους εκπαιδευτικούς οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μάχονται σε αντίξοες εκπαιδευτικές συνθήκες. Ούτε γράφτηκε ξεχωρίζοντας τους δημόσιους ή τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς (που δουλεύουν σε φροντιστήρια ή σχολεία). Το άρθρο γράφτηκε για να καταδείξει ότι δεν αρκεί η εκπαιδευτική μας πρακτική να πληροφορείται μόνο από τις καθημερινές διδακτικές εμπειρίες μας. Η κοινή διδακτική λογική συνήθως επιβάλλεται από συνήθειες που προέρχονται από παλαιότερες πρακτικές τις οποίες και εμείς διδαχθήκαμε από τους δασκάλους μας. Όμως δυστυχώς η κοινή λογική αυτού του είδους υπόκειται στα παραπάνω φαινόμενα που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν.
Η πρότασή μου λοιπόν είναι να προσπαθούμε συνεχώς να ενημερωνόμαστε για τα συμπεράσματα της ψυχολογίας της μάθησης που αφορούν τους τρόπους διδασκαλίας μας, προσπαθώντας να έχουμε ταυτόχρονα δύο πηγές πληροφόρησης: Τη συσσωρευμένη εμπειρία μας αλλά και την έρευνα για το πώς μαθαίνει καλύτερα ένας μαθητής. Όταν η εμπειρία μας έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της έρευνας, τότε με κριτικό τρόπο πρέπει να προσπαθούμε να διευθετήσουμε αυτή τη σύγκρουση. Με τα παραπάνω δεν αγιοποιώ την έρευνα, άλλωστε τα αποτελέσματά της δεν αποτελούν πανάκεια αλλά τη θεωρώ κοινωνό στην καθημερινή μου εκπαιδευτική πρακτική. Στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια για τη διερεύνηση του πώς οι μαθητές μαθαίνουν αποδοτικότερα και αποτελεσματικότερα. Στην Ελλάδα οι απόψεις αυτές φτάνουν με κάποια χρονική καθυστέρηση και δυστυχώς η ερευνητική βιβλιογραφία στο συντριπτικό ποσοστό της είναι ξενόγλωσση.
Για όποιον θέλει να ξεκινήσει με την ελληνική βιβλιογραφία, μια πολύ σημαντική δουλειά έχει γίνει από τη Στέλλα Βοσνιάδου, καθηγήτρια του ΕΚΠΑ που τα γραπτά της είναι σημεία αναφοράς στο εξωτερικό. Η Στέλλα Βοσνιάδου έχει συγγράψει το φυλλάδιο: «Πώς μαθαίνουν οι μαθητές», μια έκδοση του διεθνούς γραφείου εκπαίδευσης της Unesco, και μπορείτε να το βρείτε μεταφρασμένο στα ελληνικά από εδώ.
Η ξενόγλωσση βιβλιογραφία για το θέμα της αποδοτικής μάθησης και μελέτης είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη.
Μπορείτε να ξεκινήσετε από το επίσης πολύ σημαντικό βιβλίο: “How people learn” το οποίο έχει εκδοθεί από την Εθνική Ακαδημία της Αμερικής, κατεβάζοντας την παλιά αλλά σημαντική έκδοση (Ι) από εδώ και την πρόσφατη έκδοση (ΙΙ) από εδώ.
Τέλος, μπορείτε να κατεβάσετε τη βιβλιογραφία της διάλεξής που δίνω για το θέμα της αποδοτικής μάθησης και μελέτης: «Μαθαίνω πώς να μαθαίνω καλύτερα». Η βιβλιογραφία που έχω χρησιμοποιήσει για τη διάλεξη αυτή περιέχει βιβλία και άρθρα στην αγγλική γλώσσα που θεωρούνται σημαντικά και έγκυρα και περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών για τη μάθηση και τη μνήμη.
Αναφορές
Hall, R. (1998). Cognitive dissonance. Retrieved December 29, 2018, from https://web.mst.edu/~psyworld/cognitive_dissonance.htm
Παράθεση: Oι εμπειρίες μας και η εκπαιδευτική έρευνα | Υλικό Φυσικής - Χημείας